Ο πρώην επικεφαλής της Μοσάντ, φέρεται να απείλησε μια επικεφαλής εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου σε μια σειρά μυστικών συναντήσεων στις οποίες προσπάθησε να την πιέσει να εγκαταλείψει μια έρευνα για εγκλήματα πολέμου, αποκαλύπτει ο Guardian.
Οι μυστικές επαφές του Γιόσι Κοέν με την τότε εισαγγελέα του ΔΠΔ, Φατού Μπενσούντα, έλαβαν χώρα τα χρόνια που προηγήθηκαν της απόφασής της να ξεκινήσει επίσημη έρευνα για φερόμενα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Η έρευνα αυτή, που ξεκίνησε το 2021, έφτασε το αποκορύφωμα την περασμένη εβδομάδα, όταν ο διάδοχος της Καρίμ Καν, ανακοίνωσε ότι ζητούσε ένταλμα σύλληψης για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, σχετικά με τη στάση της χώρας στον πόλεμο στη Γάζα.
Η απόφαση του εισαγγελέα να ζητήσει από το προδικαστικό τμήμα του ΔΠΔ εντάλματα σύλληψης για τον Νετανιάχου και τον υπουργό Άμυνας του, Γιοάβ Γκαλάντ, μαζί με τρεις ηγέτες της Χαμάς, είναι ένα αποτέλεσμα που το στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο του Ισραήλ φοβόταν εδώ και καιρό.
Η προσωπική ανάμειξη του Κοέν στην επιχείρηση κατά του ΔΠΔ έλαβε χώρα την εποχή που ήταν επικεφαλής της Μοσάντ. Οι ενέργειές τους είχαν έγκριση σε ανώτατο επίπεδο και θεωρούνταν δικαιολογημένες στη βάση ότι υπήρχε η απειλή διώξεων κατά στρατιωτικού προσωπικού από το δικαστήριο.
Μία άλλη ισραηλινή πηγή που είχε γνώση της επιχείρησης κατά της Μπενσουντά είπε ότι στόχος της Μοσάντ ήταν να φέρει την εισαγγελέα σε δυσχερή θέση ή να την πείσει ώστε να συνεργαστεί με το Ισραήλ.
Μία τρίτη πηγή ανέφερε ότι ο Κοέν δρούσε σαν «ανεπίσημος αγγελιοφόρος» του Νετανιάχου.
Ο ρόλος του Κοέν
Ο Κοέν ένας από τους στενότερους συμμάχους το Νετανιάχου εκείνη την περίοδο που ασκεί μεγάλη επιρροή στο Ισραήλ ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την επιχείρηση της Μοσάντ που κράτησε για πάνω από μια δεκαετία για να υπονομεύσει το δικαστήριο.
Τέσσερις πηγές επιβεβαίωσαν ότι η Μπενσουντά ενημέρωσε μία μικρή ομάδα από υψηλόβαθμα στελέχη του ΔΠΔ για τις προσπάθειες του Κοέν να την προσεγγίσει εν μέσω ανησυχιών για την αυξανόμενη επιμονή και απειλητική φύση της συμπεριφοράς του.
Τρεις από αυτές τις πηγές ήταν γνώστες των επίσημων ενημερώσεων που έγιναν στο ΔΠΔ για το θέμα. Όπως αναφέρουν αποκάλκυψε ότι ο Κοέν της είχε πολλές φορές ασκήσει πίεση σε αρκετές περιπτώσεις να μην προχωρήσει σε ποινική έρευνα.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που μοιράστηκε με τους αξιωματούχους του ΔΠΔ φέρεται να της είπε: «Πρέπει να μας βοηθήσεις και να μας αφήσεις να σε φροντίσουμε. Δεν θέλεις να εμπλακείς σε υποθέσεις που μπορούν να βάλουν σε κίνδυνο την προσωπική σας ασφάλεια και εκείνη της οικογένειάς σας».
Ένα από τα πρόσωπα που ενημερώθηκε για τις κινήσεις του Κοέν είπε ότι χρησιμοποίησε «κατάπτυστες τακτικές» κατά της Μπενσουντά στο πλαίσιο μιας τελικά ανεπιτυχούς προσπάθειας εκφοβισμού και επηρεασμού της. Παρομοίασαν τη συμπεριφορά του με «καταδίωξη».
Η Μοσάντ ανέπτυξε ενδιαφέρον για τα μέλη της οικογένειας της Μπενσουντά και κατάφερε να αποκτήσει μυστικές ηχογραφήσεις του συζύγου της σύμφωνα με δύο πηγές με άμεση γνώση της υπόθεσης. Στη συνέχεια Ισραηλινοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το υλικό για να απαξιώσουν την εισαγγελέα.
Οι αποκαλύψεις για την επιχείρηση του Κοέν αποτελούν μέρος μιας επικείμενης έρευνας του Guardian, της ισραηλινο-παλαιστινιακής έκδοσης +972 Magazine και του εβραικόφωνου περιοδικού Local Call, η οποία αποκαλύπτει πώς πολλαπλές υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ διεξήγαγαν έναν κρυφό «πόλεμο» κατά του ΔΠΔ για σχεδόν μια δεκαετία.
Τι απαντά το Ισραήλ
Εκπρόσωπος του γραφείου του Ισραηλινού πρωθυπουργού σε επικοινωνία που είχε ο Guardian είπε: «Οι ερωτήσεις που μας διαβιβάστηκαν είναι γεμάτες με πολλούς ψευδείς και αβάσιμους ισχυρισμούς που έχουν ως στόχο να πλήξουν το κράτος του Ισραήλ». Ο ίδιος ο Κοέν αρνήθηκε να απαντήσει σε αίτημα για σχολιασμό. Το ίδιο και η Μπενσουντά.
Στις προσπάθειες της Μοσάντ να επηρεάσει την Μπενσουάντα, το Ισραήλ έλαβε υποστήριξη από έναν απίθανο σύμμαχο: Ζοζέφ Καμπιλά, τον πρώην πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ο οποίος έπαιξε υποστηρικτικό ρόλο στη συνωμοσία.
Οι αποκαλύψεις σχετικά με τις προσπάθειες της Μοσάντ να επηρεάσει την Bensouda έρχονται καθώς ο σημερινός επικεφαλής εισαγγελέας, ο Χαν, προειδοποίησε τις τελευταίες ημέρες ότι δεν θα διστάσει να ασκήσει δίωξη για «απόπειρες παρεμπόδισης, εκφοβισμού ή αθέμιτης επιρροής» αξιωματούχων του ΔΠΔ.
Σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες και πρώην αξιωματούχους του ΔΠΔ, οι προσπάθειες της Μοσάντ να απειλήσει ή να ασκήσει πίεση στην Μπενσουντά θα μπορούσαν να ισοδυναμούν με αδικήματα κατά της απονομής της δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 70 του καταστατικού της Ρώμης, της συνθήκης που ίδρυσε το δικαστήριο.
Εκπρόσωπος του ΔΠΔ δεν θέλησε να αποκαλύψει αν ο Χαν εξέτασε τις αποκαλύψεις της προκατόχου του σχετικά με τις επαφές της με τον Κοέν, αλλά δήλωσε ότι ο Χαν δεν είχε ποτέ συναντηθεί ή μιλήσει με τον επικεφαλής της Μοσάντ.
Αν και ο εκπρόσωπος αρνήθηκε να σχολιάσει συγκεκριμένες κατηγορίες, είπε ότι το γραφείο του Χαν είχε υποστεί «διάφορες μορφές απειλών και επικοινωνιών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσπάθειες να επηρεαστούν αθέμιτα οι δραστηριότητές του».
Η απόφαση της Μπενσουντά που προκάλεσε την οργή του Ισραήλ
Η απόφαση του Χαν να ζητήσει την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης κατά του Νετανιάχου και του Γκαλάντ την περασμένη εβδομάδα σηματοδότησε την πρώτη φορά που το δικαστήριο ανέλαβε δράση κατά ηγετών μιας χώρας που είναι στενά συνδεδεμένη με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Τα φερόμενα ως εγκλήματά τους - στα οποία περιλαμβάνεται η καθοδήγηση επιθέσεων εναντίον αμάχων και η χρήση της πείνας ως μεθόδου πολέμου - σχετίζονται με τον οκτάμηνο πόλεμο στη Γάζα.
Η υπόθεση του ΔΠΔ, ωστόσο, χρονολογείται από το 2015, όταν η Μπενσουντά αποφάσισε να ξεκινήσει προκαταρκτική εξέταση για την κατάσταση στην Παλαιστίνη. Φτάνοντας πολύ κοντά σε μια πλήρη έρευνα, ήταν επιφορτισμένη με μια αρχική αξιολόγηση των ισχυρισμών για εγκλήματα από άτομα στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Η απόφαση της Μπενσουντά προκάλεσε την οργή του Ισραήλ, το οποίο φοβήθηκε ότι οι πολίτες του θα μπορούσαν να διωχθούν για τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις στα Παλαιστινιακά Εδάφη. Το Ισραήλ είχε εκφράσει επί μακρόν ανοιχτά την αντίθεσή του στο ΔΠΔ, αρνούμενο να αναγνωρίσει την εξουσία του. Ισραηλινοί υπουργοί ενέτειναν τις επιθέσεις τους κατά του δικαστηρίου και μάλιστα ορκίστηκαν να προσπαθήσουν να το διαλύσουν.
Αμέσως μετά την έναρξη της προκαταρκτικής εξέτασης η Μπενσουντά και άλλοι Εισαγγελείς ενημερώθηκαν ότι οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν στενά το έργο τους.
Σύμφωνα με δύο πηγές, υπήρχαν ακόμη και υποψίες μεταξύ ανώτερων αξιωματούχων του ΔΠΔ ότι το Ισραήλ είχε καλλιεργήσει πηγές στο τμήμα δίωξης του δικαστηρίου, γνωστό ως γραφείο του εισαγγελέα. Ένας άλλος αργότερα υπενθύμισε ότι αν και η Μοσάντ «δεν άφησε την υπογραφή της», υπήρχε η υπόθεση ότι η υπηρεσία βρισκόταν πίσω από ορισμένες από τις δραστηριότητες που είχαν γίνει γνωστές στους αξιωματούχους.
Ωστόσο, μόνο μια μικρή ομάδα ανώτερων στελεχών του ΔΠΔ είχε ενημερωθεί ότι ο διευθυντής της Μοσάντ είχε προσεγγίσει προσωπικά την επικεφαλής εισαγγελέα.
Κατάσκοπος καριέρας, ο Κοέν απολαμβάνει τη φήμη στην κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ ως αποτελεσματικός στρατολόγος ξένων πρακτόρων. Ήταν πιστός και ισχυρός σύμμαχος του πρωθυπουργού εκείνη την εποχή, αφού ο Νετανιάχου τον διόρισε διευθυντή της Μοσάντ το 2016, αφού εργάστηκε για αρκετά χρόνια στο πλευρό του ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας.
Ως επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας μεταξύ 2013 και 2016, ο Κοέν επέβλεπε το όργανο που, σύμφωνα με πολλές πηγές, άρχισε να συντονίζει μια πολυυπηρεσιακή προσπάθεια κατά του ΔΠΔ μόλις η Μπενσουντά ξεκίνησε την προκαταρκτική έρευνα το 2015.
Η πρώτη αλληλεπίδραση του Κοέν με την Μπενσουντά φαίνεται να έλαβε χώρα στο συνέδριο ασφαλείας του Μονάχου το 2017, όταν ο διευθυντής της Μοσάντ συστήθηκε στην εισαγγελέα σε μια σύντομη ανταλλαγή απόψεων. Μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Κοέν στη συνέχεια «έστησε ενέδρα» στην Μπενσουντά σε ένα περίεργο επεισόδιο σε σουίτα ξενοδοχείου στο Μανχάταν, σύμφωνα με πολλές πηγές που γνωρίζουν το περιστατικό.
Η Μπενσουντά βρισκόταν στη Νέα Υόρκη το 2018 στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης και συναντούσε τον Καμπιλά, τότε πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, στο ξενοδοχείο του. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν σε σχέση με τη συνεχιζόμενη έρευνα του ΔΠΔ για φερόμενα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη χώρα του.
Η συνάντηση, ωστόσο, φαίνεται ότι ήταν στημένη. Σε κάποιο σημείο, αφού ζητήθηκε από το προσωπικό της Μπενσουντά να αποχωρήσει από το δωμάτιο, μπήκε ο Κοέν, σύμφωνα με τρεις πηγές που γνωρίζουν τη συνάντηση. Η αιφνιδιαστική εμφάνιση, είπαν, προκάλεσε ανησυχία στην Μπενσουντά και σε μια ομάδα υπαλλήλων του ΔΠΔ που ταξίδευαν μαζί της.
Το γιατί ο Καμπίλα βοήθησε τον Κοέν δεν είναι σαφές, αλλά οι δεσμοί μεταξύ των δύο ανδρών αποκαλύφθηκαν το 2022 από την ισραηλινή έκδοση TheMarker, η οποία ανέφερε μια σειρά από μυστικά ταξίδια που πραγματοποίησε ο διευθυντής της Μοσάντ στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά τη διάρκεια του 2019.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα ταξίδια του Κοέν, κατά τη διάρκεια των οποίων ζήτησε τη συμβουλή του Καμπίλα «για ένα θέμα που ενδιαφέρει το Ισραήλ», και τα οποία σχεδόν σίγουρα εγκρίθηκαν από τον Νετανιάχου, ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα και είχαν εκπλήξει ανώτερα στελέχη της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών.
Αναφερόμενος στις συναντήσεις με τη ΛΔΚ το 2022, ο ισραηλινός ραδιοτηλεοπτικός φορέας Kan 11 δήλωσε ότι τα ταξίδια του Κοέν αφορούσαν ένα «εξαιρετικά αμφιλεγόμενο σχέδιο» και επικαλέστηκε επίσημες πηγές που το χαρακτήρισαν ως «ένα από τα πιο ευαίσθητα μυστικά του Ισραήλ».
Πολλαπλές πηγές επιβεβαίωσαν στον Guardian ότι τα ταξίδια σχετίζονταν εν μέρει με την επιχείρηση του ΔΠΔ και ότι ο Καμπιλά, ο οποίος εγκατέλειψε το αξίωμά του τον Ιανουάριο του 2019, διαδραμάτισε σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στο σχέδιο της Μοσάντ κατά της Μπενσουντά. Ο Καμπίλα αρνήθηκε να κάνει οποιδήποτε σχόλιο παρότι ρωτήθηκε σχετικά.
«Απειλές και προσπάθεια χειραγώγησης»
Μετά την αιφνιδιαστική συνάντηση με τον Καμπιλά και την Μπενσουντά στη Νέα Υόρκη, ο Κοέν τηλεφώνησε επανειλημμένα στην επικεφαλής εισαγγελέα και ζήτησε συναντήσεις μαζί της, υπενθύμισαν τρεις πηγές. Σύμφωνα με δύο άτομα που γνωρίζουν την υπόθεση, σε κάποια φάση η Μπενσουντά ρώτησε τον Κοέν πώς είχε αποκτήσει τον αριθμό τηλεφώνου της, στον οποίο εκείνος απάντησε: «Ξέχασες τι δουλειά κάνω;».
Αρχικά, εξήγησαν οι πηγές, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών «προσπάθησε να οικοδομήσει μια σχέση» με την εισαγγελέα και έκανε τον «καλό μπάτσο» σε μια προσπάθεια να τη γοητεύσει. Ο αρχικός στόχος, είπαν, φαίνεται ότι ήταν να στρατολογήσει την Μπενσουντά για να συνεργαστεί με το Ισραήλ.
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, ο τόνος της επαφής του Κοέν άλλαξε και άρχισε να χρησιμοποιεί μια σειρά από τακτικές, συμπεριλαμβανομένων των «απειλών και της χειραγώγησης», δήλωσε άτομο που είχε ενημερωθεί για τις συναντήσεις. Αυτό ώθησε την Μπενσουντά να ενημερώσει μια μικρή ομάδα ανώτερων αξιωματούχων του ΔΠΔ για τη συμπεριφορά του.
Τον Δεκέμβριο του 2019, η εισαγγελέας ανακοίνωσε ότι είχε λόγους να ξεκινήσει πλήρη ποινική έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, απέφυγε να την ξεκινήσει, αποφασίζοντας πρώτα να ζητήσει απόφαση από το προδικαστικό τμήμα του ΔΠΔ για να επιβεβαιώσει ότι το δικαστήριο είχε πράγματι δικαιοδοσία στην Παλαιστίνη.
Πολλαπλές πηγές ανέφεραν ότι σε αυτό το στάδιο, καθώς οι δικαστές εξέταζαν την υπόθεση, ο Κοέν κλιμάκωσε τις προσπάθειές του να πείσει την Μπενσουντά να μην προχωρήσει σε πλήρη έρευνα σε περίπτωση που οι δικαστές της έδιναν το πράσινο φως.
Μεταξύ του τέλους του 2019 και των αρχών του 2021, ανέφεραν οι πηγές, υπήρξαν τουλάχιστον τρεις συναντήσεις μεταξύ του Κοέν και της Μπενσουντά, όλες με πρωτοβουλία της επικεφαλής της υπηρεσίας κατασκοπείας. Η συμπεριφορά του λέγεται ότι γινόταν όλο και πιο ανησυχητική για τους αξιωματούχους του ΔΠΔ.
Μια πηγή που γνωρίζει για τις δύο τελευταίες συναντήσεις της Μπενσουντά με τον Κοέν δήλωσε ότι έθεσε ερωτήματα σχετικά με την ασφάλειά της και την ασφάλεια της οικογένειάς της, με τρόπο που την έκανε να πιστέψει ότι την απειλούσε.
Σε μία περίπτωση, ο Κοέν λέγεται ότι έδειξε στην Μπενσουντά αντίγραφα φωτογραφιών του συζύγου της, οι οποίες είχαν τραβηχτεί κρυφά όταν το ζευγάρι επισκεπτόταν το Λονδίνο. Σε μια άλλη περίπτωση, σύμφωνα με πηγές, ο Κοέν είπε στην εισαγγελέα ότι η απόφαση για την έναρξη πλήρους έρευνας θα ήταν επιζήμια για την καριέρα της.
Τέσσερις πηγές με γνώση της υπόθεσης δήλωσαν ότι ήταν περίπου την ίδια εποχή που η Μπενσουντά και άλλοι αξιωματούχοι του ΔΠΔ ανακάλυψαν ότι κυκλοφορούσαν πληροφορίες μεταξύ των διπλωματικών καναλιών σχετικά με τον σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν ως σύμβουλος διεθνών υποθέσεων.
Μεταξύ του 2019 και του 2020, η Μοσάντ αναζητούσε πληροφορίες για την εισαγγελέα που θα μπορούσαν να την φέρουν σε δύσκολη θέση και ενδιαφέρθηκε για τα μέλη της οικογένειάς της.
Η κατασκοπευτική υπηρεσία υλικό που αφορούσε μια κατασκευασμένη επιχείρηση εναντίον του συζύγου της.
Δεν είναι σαφές ποιος διεξήγαγε την επιχείρηση ή τι ακριβώς φέρεται να είπε στις ηχογραφήσεις. Μια πιθανότητα είναι ότι είχε στοχοποιηθεί από την υπηρεσία πληροφοριών ή από ιδιώτες μιας άλλης χώρας που ήθελαν να ασκήσουν επιρροή στο ΔΠΔ. Μια άλλη πιθανότητα είναι οι πληροφορίες να ήταν κατασκευασμένες.
Από τη στιγμή που περιήλθε στην κατοχή του Ισραήλ, ωστόσο, το υλικό χρησιμοποιήθηκε από τους διπλωμάτες του σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να υπονομεύσουν την επικεφαλής εισαγγελέα. Σύμφωνα όμως με πολλαπλές πηγές, το Ισραήλ απέτυχε να πείσει τους συμμάχους του για τη σημασία του υλικού.
Τρεις πηγές που ενημερώθηκαν για τις πληροφορίες που μοιράστηκε το Ισραήλ σε διπλωματικό επίπεδο περιέγραψαν τις προσπάθειες ως μέρος μιας ανεπιτυχούς «εκστρατείας λάσπης» κατά της Μπενσουντά. «Κυνήγησαν τη Φατού», δήλωσε μια πηγή, αλλά αυτό δεν είχε «κανένα αντίκτυπο» στο έργο της εισαγγελέως.
Οι διπλωματικές προσπάθειες ήταν μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας των κυβερνήσεων του Νετανιάχου και του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ να ασκήσουν πίεση στην εισαγγελέα και το προσωπικό της τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά.
Μεταξύ 2019 και 2020, με μια πρωτοφανή απόφαση, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε περιορισμούς στη χορήγηση βίζας και κυρώσεις στην επικεφαλής εισαγγελέα. Η κίνηση αυτή έγινε σε αντίποινα για την επιδίωξη της Μπενσουντά να διεξάγει μια ξεχωριστή έρευνα για εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν από τους Ταλιμπάν και από αφγανικό και αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό.
Ωστόσο, ο Μάικ Πομπέο, τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, συνέδεσε το πακέτο κυρώσεων με την υπόθεση της Παλαιστίνης. «Είναι σαφές ότι το ΔΠΔ βάζει το Ισραήλ στο στόχαστρο μόνο για πολιτικούς σκοπούς», δήλωσε.
Μήνες αργότερα, κατηγόρησε την Μπενσουντά, χωρίς να παραθέσει κανένα στοιχείο, ότι «έχει εμπλακεί σε διεφθαρμένες πράξεις για προσωπικό της όφελος».
Οι αμερικανικές κυρώσεις ανακλήθηκαν μετά την είσοδο του προέδρου Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο.
Τον Φεβρουάριο του 2021, το προδικαστικό τμήμα του ΔΠΔ εξέδωσε απόφαση που επιβεβαίωνε ότι το ΔΠΔ είχε δικαιοδοσία στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Τον επόμενο μήνα, η Μπενσουντά ανακοίνωσε την έναρξη της ποινικής έρευνας.
«Τελικά, το κεντρικό μας μέλημα πρέπει να είναι τα θύματα των εγκλημάτων, τόσο των Παλαιστινίων όσο και των Ισραηλινών, που προκύπτουν από τον μακρύ κύκλο βίας και ανασφάλειας που έχει προκαλέσει βαθιά βάσανα και απόγνωση σε όλες τις πλευρές», δήλωσε τότε.
Η Μπενσουντά ολοκλήρωσε την εννεαετή θητεία της στο ΔΠΔ τρεις μήνες αργότερα, αφήνοντας στον διάδοχό της, τον Χαν, να αναλάβει την έρευνα. Μόνο μετά τις επιθέσεις της Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου και τον πόλεμο που ακολούθησε στη Γάζα, η έρευνα του ΔΠΔ απέκτησε νέο επείγοντα χαρακτήρα, με αποκορύφωμα το αίτημα της περασμένης εβδομάδας για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης.
Ήταν το συμπέρασμα που φοβόταν το πολιτικό, στρατιωτικό και μυστικό κατεστημένο του Ισραήλ. «Το γεγονός ότι επέλεξαν τον επικεφαλής της Μοσάντ για να είναι ο ανεπίσημος αγγελιοφόρος του πρωθυπουργού στην Μπενσουντά ήταν εξ ορισμού για να εκφοβίσουν», δήλωσε πηγή με γνώση για την επιχείρηση του Κοέν. «Απέτυχε», κατέληξε.
cnn.gr