Ελληνικά
Giriş Tarihi : 17-11-2023 00:40   Güncelleme : 17-11-2023 01:32

Επιστολή του Ιταλοεβραίου Primo Levi (επιζήσαντα του Auschwitz) προς τους σύγχρονους ομόθρήσκους του

“Non ridere, non lugere sed intelligere” (B. Spinoza)

Επιστολή του Ιταλοεβραίου Primo Levi (επιζήσαντα του Auschwitz) προς τους σύγχρονους ομόθρήσκους του

Αγαπημένοι σύντροφοι, που από ειρηνικοί διανοούμενοι, πλάνητες έμποροι πνευμάτων και αγαθών, γίνατε οπαδοί της βίας και του πολέμου ως μοναδικής λύσης, ακολουθώντας τη γνωστή Ηρακλείτεια ρήση πως «πόλεμος πάντων πατήρ και βασιλεύς» • θα’ θελα να ξέρω τι θα κάνετε μετά τον πόλεμο, που υποψιάζομαι θα καταλήξετε στο μέγιστο των Ελλήνων ποιητή Καβάφη: Ήταν και οι βάρβαροι μια κάποια λύσις.

Εμείς που σας γεννήσαμε πεθαίνοντας στο Auschwitz δεν θέλαμε τον πόλεμο, ούτε και τον θάνατο ούτε τον δικό μας, ούτε και των αλλόθρησκων • εξάλλου εμείς σταυρώσαμε το μοναδικό θεό-μύθο της ανιδιοτελούς αγάπης (Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν) και επιβάλαμε την αγάπη σαν υποχρέωση (αγαπάτε αλλήλους) γιατί ξέραμε πως δεν θα συμβεί ποτέ .

Το κράτος μας γεννήθηκε πάνω στην πιο απάνθρωπη εκδήλωση της ιστορίας, που σχεδίασε έναν σωματικό θάνατο δικό μας και έναν πνευματικό θάνατο αυτών που μας εξόντωναν μαζικά με εντομοκτόνα φάρμακα, όπως αυτά που εξοντώνουν κατσαρίδες και ποντίκια.

Με την γενοκτονία μας δεν χάθηκαν οι Εβραίοι πρόγονοί μας μόνο • χάθηκε και το ανθρώπινο πρόσωπο της ιστορίας, χάθηκε ο Θεός και οι εκπρόσωποί του στην γη.

Αν θυμάστε οι καταγγελίες για το έγκλημα έκαναν τον τότε Πάπα Πίο να μεταμορφωθεί σε Πόντιο Πιλάτο και να κλείνει τα μάτια και τη μύτη του για να μη μυρίζει την καμένη σάρκα των ζωντανών Εβραίων που έκαιγαν τα ξανθά κτήνη στα κρεματόρια.Κάποτε ο λαός έφτιαξε το μύθο του «Δαβίδ και Γολιάθ»: εμείς οι Εβραίοι μικρόσωμοι και άοπλοι τότε, τολμήσαμε και πολεμήσαμε με τους Γολιάθ εχθρούς που’ θέλαν να μας διώξουν από την Αγία τούτη γη, που τα φεγγάρια είναι μεγάλα και λυπημένα όπως τα μάτια των παιδιών τα πρωινά της θλίψης του πολέμου που ζείτε.

Θέλω να σας υπενθυμίσω πως επιβίωσα εγώ όταν με συνέλαβαν οι Ναζί στο Bergamo μαζί με τους 650 συντρόφους που θέλανε να πολεμήσουμε τον φασισμό, την περιπέτεια μου την έκανα βιβλίο με τίτλο «Αν αυτός είναι ο άνθρωπος» που έμαθα ότι πήρε και βραβείο Nobel.

Σε αυτή τη κόλαση που ζείτε τώρα εσείς μαζί με τους εχθρούς σας τους Παλαιστίνιους, που κάποτε ήταν φίλοι, μπορεί και συγγενείς σας, γιατί αγαπημένοι συμπατριώτες οι άνθρωποι της ερήμου έχουν ανοιχτή αγκαλιά, τουλάχιστον απ’ ότι θυμάμαι όταν εμείς ψάχναμε μια πήχη γης για να την κάνουμε πατρίδα, αυτοί μας την έδωσαν. Ενώ όλοι οι άλλοι, οι πολιτισμένοι της Δύσης μας έδιωχναν γιατί δε μας θεωρούσαν ανθρώπινο είδος (Άρια φυλή κλπ.).

Γι’ αυτό σας είπα, αυτοί δεν ήταν άνθρωποι, μας έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρα και μας έκοβαν τις ιερές κοτσίδες και μας ξεδόντιαζαν για να πάρουν το χρυσό των δοντιών μας για να γυαλίσουν τις μαύρες από πίκρα ψυχές τους –αν είχαν ψυχή, γιατί εγώ δεν πιστεύω πως το ανθρώπινο είδος που είδα τότε είχε ψυχή στη θέση της ψυχής, αλλά κάτι άλλο πιο τρομακτικό, μια τρύπα αδιαφορίας για τους ίδιους αλλά και για τους άλλους («Άνθρωποι χωρίς ιδιότητες»).

Αυτοί αδέλφια μου, κατάφεραν να ξεφτιλίσουν και τον θάνατο κλέβοντας τα πτώματα όπως οι γύπες της ερήμου. Γι’ αυτό αναρωτήθηκα: τι είναι ο άνθρωπος όταν δε σέβεται ούτε το θάνατο του συνανθρώπου του;

Αν θυμάστε, μας ανάγκαζαν εμάς τους Εβραίους να βάλουμε τους φίλους, τους συγγενείς μας στα κρεματόρια, και να τους κλέβουμε τις ψυχές και τα λιγοστά υπάρχοντα που είχαν, το σώμα τους δηλαδή και έναν αριθμό στο χέρι, δε μας άφησαν ούτε το άστρο του Δαβίδ στο λαιμό και στα στήθια που ήταν η περηφάνια μας.

Δε φοβηθήκαμε το θάνατο τότε σύντροφοι, γιατί είχε γίνει ένα με το δέρμα μας, οι στάχτες των καμένων κορμιών είχαν χωθεί κάτω στην ψυχή μας και μας έκαιγαν τα σωθικά • αλλά και το μυαλά μας μύριζαν στάχτη από θάνατο πιο μαύρο και από το σκοτάδι – ένα περίεργο συναίσθημα που εμένα με απελευθέρωνε, γιατί ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Εγώ σας πληροφορώ τον συνήθισα και τον έκανα και φίλο μου, ειδικά τα βράδια που στα κρατητήρια ακούγαμε ουρλιαχτά και μωρά να κλαίνε.

Το «Εμπρός της γης οι κολασμένοι», το τραγούδι των Κομμουνιστών, εμείς το ακούγαμε ευχάριστα. Αλλά πιστέψτε με, εκεί που κατάλαβα πόσο απάνθρωπος είναι ο άνθρωπος είναι στην σειρά που στεκόμασταν για την επιλογή του ποιος θα καεί και ποιος όχι.

Εγώ χαιρόμουν πάντα όταν διάλεγαν τον μπροστινό μου για τα κρεματόρια και όχι εμένα. Έκλαιγα από την χαρά μου σύντροφοι, όταν διάλεγαν στην τύχη τους άλλους για να τους κάψουν και όχι εμένα. Και όμως σύντροφοι, ήμουν άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι γύρω μου, ή έτσι τουλάχιστον έμοιαζα, ενώ στην ουσία ήμουν ένα δέντρο με δάκρυα. Σιγά σιγά συνήθισα αυτή την ρώσικη ρουλέτα που μας έμαθαν οι ανθρωποφύλακες να παίζουμε.

Ήταν τουλάχιστον μια δική μου επιλογή να διαλέξω την αξιοπρέπεια του δικού μου θανάτου (αφού όλα τα άλλα μου τα κλέψανε). Σύντροφοι, το μόνο πράγμα που σκεφτόμουνα στο Auschwitz ήταν, όχι να νικήσω το θάνατο, που ήταν πλέον οικείος και πιο φιλικός από τους δολοφόνους μας.

Σύντροφοι είχα μάθει ήδη πως για να ζήσεις με αξιοπρέπεια πρέπει να μπορείς να πεθάνεις για αυτήν ∙ η αξιοπρέπεια είναι όπως η ιδεολογία που είναι η ψυχή του ανθρώπου: οι άνθρωποι γεννιούνται από μια ιδεολογία και πεθαίνουν για μια ιδεολογία -όταν έχουν ιδιότητες ανθρώπινες και όχι σαν των ξανθών κτηνών που γέννησαν αυτό το τραύμα της ιστορίας. Για τον θάνατο χτίστηκαν Παρθενώνες, Πυραμίδες, τζαμιά και συναγωγές.

Ξέρω πως είστε θυμωμένοι γιατί οι γείτονες Άραβες δε μας θέλουν στην περιοχή, ή έτσι τουλάχιστον νομίζετε. Και ξέρω πως θέλετε πίσω τους ομήρους μας. Αν θυμάστε ήμουν από τους πρώτους που σας έλεγα στη συναγωγή «μην αφήνετε κανέναν όμηρο πίσω, ούτε νεκρό, ούτε ζωντανό». Είμαστε τόσο λίγοι σαν περιούσιος λαός και αυτό μας έδινε κουράγιο, γιατί είμαστε διαφορετικοί μέσα στην αδιαφορία των πολλών.

Όλες οι χώρες μας έδιωχναν, γι’ αυτό και τα νερά της θάλασσας άνοιξαν για να περάσουμε από την σκλαβιά των Φαραώ, στην γη των προπατέρων μας, την Χαναάν.

Αγαπάμε αυτήν την έρημο που μας δόθηκε σαν πατρίδα, αλλά για να αγαπήσει κανείς την πατρίδα του πρέπει να αγαπήσει και την πατρίδα του άλλου. Οι πατρίδες σύντροφοι είναι οι μνήμες μας, δεν είναι σημαίες με άστρα Εβραϊκά και ημισελήνους Αραβικές.

Θυμηθείτε τους σοφούς Έλληνες που έλεγαν «πάσα γή τάφος» και δώστε τόπο και γη, λίγο νερό, να θάψουν τους νεκρούς τους οι πολίτες της Γάζας που θρηνούν πολλαπλάσια θύματα από τους δικούς μας νεκρούς.

Θυμηθείτε στην Ιλιάδα τον πατέρα Πρίαμο να φιλά τα πόδια του Αχιλλέα για να του δώσει το λείψανο του Έκτορα, να το πλύνει και να το θάψει με αξιοπρέπεια.

Σύντροφοι, αναγκάσαμε δύο εκατομμύρια Άραβες να ζουν σε γκέτο, όχι με συρματοπλέγματα όπως αυτά της Βαρσοβίας • τότε εμείς ήμασταν οι Εβραίοι των Γερμανών, σήμερα όμως αυτό που βλέπω είναι ότι κάναμε εμείς τους Παλαιστίνιους Εβραίους του δικού μας κράτους.

Και αναρωτιέμαι αγαπημένοι συμπατριώτες, αν αυτή η καταστροφή και ο θάνατος γύρω μας και μέσα μας είναι η μόνη δύναμη μας, ή μια παλιά πανάρχαια αδυναμία του ανθρώπινου είδους.

Να υπενθυμίσω τη φράση του σοφού Adorno πως το Auschwitz μας άφησε μια κατηγορική προσταγή: να βρούμε Θεό εκεί που βασιλεύει ο θάνατος. Γιατί όλες οι ωραίες ιδέες της ζωής ξεκινούν με τον θάνατο που μας υποδουλώνει συλλογικά, και μας εξισώνει με την ελευθερία που μας χαρίζει: όλοι στον θάνατο είμαστε ίσοι κάτω από τη φούστα του Δερβίση.

Στα στρατόπεδα του θανάτου τότε μας φορέσανε στολές με ρίγες, όπως στα κελιά των φυλακών, και ξέρετε γιατί αγαπημένοι γιοί του Ισραήλ; Γιατί ήθελαν να μας υπενθυμίσουν πως τα ρούχα που φορούσαμε ήταν οι πραγματικές φυλακές των ψυχών μας, σε αντίθεση με τα σίδερα των φυλακών που ήταν οι φυλακές των σωμάτων μας.

Και εμείς σύντροφοι πονούσαμε όχι με το σώμα μας, αλλά με το πνεύμα μας το ανήσυχο, που δεν το φυλάκισε καμία χώρα, κανένα έθνος, όσο δυνατό και να ήταν.

Το σώμα μας το φυλάκιζαν, αλλά το πνεύμα μας δεν το φυλάκισαν ποτέ, γι’ αυτό και πήραμε αυτή την λωρίδα μιας αμμουδιάς και την κάναμε κράτος σύγχρονο και αποτελεσματικό, ξεχνώντας όμως πως η δύναμή μας που πήγαζε κάποτε από την αδυναμία, όταν γίνει δύναμη εξελίσσεται σε μια τυφλή βία απέναντι στον πιο αδύναμο και τον κατατρεγμένο.

Είναι εύκολο να τρέχει ο δυνατός προς την βαρβαρότητα, παρά ο αδύναμος προς τον πολιτισμό. Όπως είπε ο Camus «οι μεγάλες αρετές μας κουράζουν τελικά. Η νόηση μας κάνει να ντρεπόμαστε και φανταζόμαστε που και που μια καλοδεχούμενη βαρβαρότητα όπου η αλήθεια δε θα απαιτούσε προσπάθεια».

Συνηθίσαμε σύντροφοι τον θάνατο και την καταστροφή τόσο πολύ και κατεβήκαμε όλα τα σκαλοπάτια της κόλασης με τις γοργόνες και τα τέρατα που τα είχαμε ήδη μέσα μας. Γι’ αυτό τα αγαπήσαμε και στο τέλος τα τέρατα μας έμοιαζαν σαν σταχτοπούτες.

Στον καθρέφτη μας σύντροφοι δεν κοιτάζαμε πια τέρατα, αλλά αθώες παιδικές ψυχές. Ήταν η μόνη διέξοδος για να πηγαίνουμε στην βία και στην κόλαση χωρίς φόβο και πάθος.

Θέλω να αναρωτηθείτε αν η ζωή έχει σκοπό την δράση ή την αδράνεια, και θα συμφωνήσω πως ζωή χωρίς δράση γίνεται αδράνεια, άρα θάνατος. Εμείς σήμερα αναγκάζουμε τους ζωντανούς ανθρώπους να σκάβουν λαγούμια και τάφους κάτω από τα σπίτια τους για να ζουν και να σκορπούν τον θάνατο που λάμπει σαν ζωή, ενώ είναι ένα σκοτάδι που κρύβει τη ζωή.

Φυλακίσαμε ανθρώπους στα υπόγεια των σπιτιών τους, στις λεωφόρους με άλλους νεκρούς, που τους βαφτίζουμε τρομοκράτες, όταν πετούν πέτρες και βέλη απέναντι στην μεγάλη δύναμη του στρατού μας. Αυτή η υπεροπλία μας ίσως να είναι και η πραγματική αδυναμία μας. Ένας σοφός ραβίνος κάποτε είπε πως «η ήττα των νικημένων είναι η πανωλεθρία του νικητή».

Εμείς που επιβιώσαμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είμαστε πραγματικοί μάρτυρες. Είμαστε εκείνοι που είτε από επιτηδειότητα, είτε από τύχη, δεν φτάσαμε ποτέ στο έσχατο σημείο. Αυτοί που έφτασαν εκεί και είδαν το πρόσωπο της γοργόνας δεν επέστρεψαν ποτέ ή επέστρεψαν βουβοί.

Από Δαβίδ γίναμε πια Γολιάθ, προκαλώντας στους αδύναμους να ψάχνουν ζωή στα υπόγεια μια πόλης νεκροζώντανων που κάνουν παρέα μόνο τα τέρατα, φωνάζουν χωρίς φωνή και ουρλιάζουν χωρίς ουρλιαχτό και σκοτώνουν με το ίδιο παράλογο μίσος όπως εμείς.

Περιμένουν όπως εμείς περιμέναμε κάποτε στο Auschwitz έναν καλοδεχούμενο θάνατο, που θα είναι η μόνη δικαιοσύνη, δηλαδή η αληθής στιγμή της σιωπής και της μνήμης. Μια δικαιοσύνη που θα χωρά όλη τη ζωή, όλων των ανθρώπων, χωρίς να ξεχωρίζει κοτσίδες, γαμψές μύτες και χρώματα δέρματος.

«Έχω ένα όνειρο» έλεγε ο Martin Luther King, «να καθίσω στο ίδιο τραπέζι με τον γείτονά μου και να πιούμε έναν καφέ που τα δάκρυά μας δεν θα κάνουν λαδιές στο καϊμάκι του». Σύντροφοι να αποφασίσουμε πως τα τέρατα ανάμεσά μας είναι λίγα, πολύ λίγα, για να είναι επικίνδυνα.

Εμείς οι άλλοι οι κανονικοί άνθρωποι είμαστε πιο επικίνδυνοι γιατί είμαστε πολλοί και έτοιμοι να υπακούσουμε στις εντολές-απαντήσεις χωρίς ερωτήσεις, ακολουθώντας τυφλά τις ευκολίες τις πραγματικής ζωής που θα οδηγεί, πάντα όμως, σε έναν λαβύρινθο όπου το φως του κεριού θα το βλέπουμε σαν ήλιο.

Ας ελπίσουμε λοιπόν πως αυτό το φως θα είναι ο ήλιος που θα γυρίζει χωρίς πολλή δουλειά όμως, και θα ζεσταίνει τις καρδιές όλων των ανθρώπων με μια αγάπη που θα κυβερνά στο νυν και αεί και στους αιώνες των αιώνων, αμήν.

Τέλος, επειδή βιαστήκαμε και εμείς να τρομοκρατήσουμε τους εχθρούς μας ως τρομοκράτες και εχθρούς του Πύργου που αποφασίζει ερήμην για τα δίκαια και άδικα του κόσμου τούτου, πρέπει να σας υπενθυμίσω πως το εγελιανό κράτος έγινε θεσμός όταν κάποιοι τρομοκράτες διακήρυξαν την απόφαση τους να νομιμοποιήσουν την κατάληψη της εξουσίας. Αν θυμάστε, και εμείς κράτος διακηρύξαμε με τον Balfour και τους ραβίνους σε μια μέρα, μια εξαγγελία δηλαδή που έγινε κρατική οντότητα.

Οι φίλοι – εχθροί μας Βεδουίνοι της ερήμου δεν γοητεύτηκαν ποτέ από τις κρατικές έννοιες. Γιατί, όταν είσαι στην έρημο με όλο τον ουρανό στο πιάτο και τα μάτια σου, πολύ λίγο σε ενδιαφέρουν τα σύνορα της γης, αφού έχεις όλο τον κόσμο σύνορο.

Οι Βεδουίνοι με μια σκηνή, μια καμήλα και ένα πηγάδι έχουν όλη την γη δική τους, γι’ αυτό και είναι ελεύθεροι ∙ δεν θεωρούν την ελευθερία ανταμοιβή και παρασημοφόρηση και δεν ανοίγουν σαμπάνιες στις εθνικές γιορτές. Θεωρούν την ελευθερία ένα δρόμο μοναχικό, μοναδικό και εξουθενωτικό.

Αν θυμάστε, και εμείς αυτήν την ελευθερία είχαμε πριν γίνουμε κράτος. Ήμασταν πλάνητες και πλανητάρχες ταυτόχρονα, γιατί και εμείς σαν τους Βεδουίνους, το μόνο κεραμίδι που θέλαμε πάνω από το κεφάλι μας ήταν το πνεύμα μας το ανήσυχο που γέννησε επαναστάσεις κοινωνικές και επιστημονικές • ποτέ τόσο μικρός λαός δεν γέννησε τόσες ιδιοφυίες.

Γι’ αυτό, σκεφτείτε αυτήν την ελευθερία που είναι βαριά σαν ταφόπλακα που σε κάνει να υποφέρεις και να πονάς, πως θα την διαχειριστείτε, και κυρίως πως θα κάνετε τους εχθρούς φίλους σας και συνένοχους σε τούτο το ταξίδι αγάπης για τον εχθρό. Είναι εύκολο ν’ αγαπάς τους φίλους σου και δύσκολο τους εχθρούς, αλλά η αγάπη για τον άλλον είναι πραγματική αγάπη, ενώ η αγάπη για τον φίλο είναι επιπόλαια και εγωιστική.

Για να αγαπήσεις τον εχθρό πρέπει να αγαπήσεις τον θεό που έχεις μέσα σου, όχι αυτόν που τον έχουν χτισμένο σε εκκλησίες και μοναστήρια • αγάπη για τον φίλο σημαίνει υποκρισία και όχι θυσία.

Σήμερα ζούμε χωρίς θεό και χωρίς αφέντη, γι’ αυτό και οι ευφυείς μηχανές παίρνουν σιγά – σιγά τον ρόλο της εξουσίας του Καφκικού Πύργου, όπου η καταδίκη θα είναι και δίκη ταυτόχρονα.

Δε μπορώ να πιστέψω ότι πρέπει να υποτάσσουμε τα πάντα στον σκοπό που επιδιώκουμε (την ασφάλεια του κράτους και του έθνους μας). Γιατί σε αυτό τον σκοπό υπάρχουν μέσα -και τα χρησιμοποιούμε ήδη- για τα οποία δεν υπάρχει συγχώρεση ούτε επιστροφή. Μέσα από τα οποία απουσιάζει η δικαιοσύνη, και εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα να αγαπώ και να υπερασπίζομαι την χώρα μου χωρίς να υπερασπίζομαι και την δικαιοσύνη.

Δε μπορώ να υπερασπίζομαι την χώρα μου όταν αναγκάζει ανθρώπους να γίνονται ποντίκια και να ζουν σε υπόγεια γκέτο. Μου λέτε ότι δεν αγαπώ την χώρα μου αρκετά αν δεν κατανοώ την ασφάλεια της σε ένα κόσμο εχθρικό και βίαιο που θέλει τον αφανισμό της φυλής μας, της πατρίδας μας και του έθνους μας.

Ναι σας απαντώ, δεν αγαπώ τη χώρα μου εάν το να αγαπάς σημαίνει να μπορώ να καταδικάσω ότι δεν είναι δίκαιο για την πατρίδα κάποιου άλλου που είναι γείτονας και ζει κάτω από τον ίδιο ουρανό. Όχι, δεν αγαπάω την χώρα μου αν μεταχειρίζεται την βαρβαρότητα για να υποστηρίξει τον σκοπό της δικής μου επιβίωσης.

Το μεγαλείο της φυλής μας περιφρονούσε την βαρβαρότητα σε όλες της τις εκφάνσεις και αγαπούσαμε την χώρα μας κρατώντας μόνο την μόνο την ομορφότερη εικόνα γι’ αυτήν, όπως τότε που πρόσφυγες από όλο τον κόσμο χτίζαμε τα κιμπούτς μας στην έρημο, όπου βασίλευε η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η αδελφοσύνη, πιστοί στο όραμα του Γαλλικού Διαφωτισμού για ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα.

Δεν θα ήθελα για την χώρα μου το χυμένο αίμα των εχθρών μου να μου δίνει ασφάλεια και περηφάνια, ότι είμαστε νικητές και οι άλλοι νικημένοι. Αν θυμάστε όταν ήμασταν εμείς οι νικημένοι και ταπεινωμένοι απέναντι στην υπεροπλία των κρατών που μας μισούσαν και έκλεβαν τις περιουσίες και τη περηφάνια μας, εμείς υψώναμε τα χέρια ψηλά κατηγορώντας την απουσία του Θεού, συγχωρώντας όμως τον άνθρωπο, γιατί ήμασταν βέβαιοι πως οι αληθινοί θεοί κατοικούν στο νου του ανθρώπου. Εξ ου και το σωκρατικό «νούς γάρ ημών εν εκάστω θεός» των Ελλήνων αδελφών.

Δεν θέλω να έχει η χώρα μου δίκιο και δύναμη για καταστροφή και θάνατο για όλους γύρω μου και για τον καθένα ξεχωριστά!

Δεν θέλω η χώρα μου να θεωρεί ως μοναδική λύση στην βία των εχθρών τη δική της βία.

Η Hanna Arendt, Εβραία φιλόσοφος και κυνηγημένη από τους ναζί, ξεχώριζε την βία από την δύναμη, γιατί η βία είναι ανεξέλεγκτη και αντιδημοκρατική ενώ η δύναμη είναι η απόφαση των πολλών να σέβονται τους άλλους και ας είναι πιο αδύναμοι και λιγότεροι.

Δεν θέλω η χώρα μου να κάνει τους δυνατούς πιο δυνατούς και τους αδύνατους ανίσχυρους .

Ο B. Spinoza, ο δικός μας Εβραίος αλλά και ο διαφωτισμένος πολίτης όλου του κόσμου, έγραψε κάποτε: “Non ridere, non lugere sed intelligere” (ούτε για να γελάσω, ούτε να για να θρηνήσω, αλλά για να κατανοήσω. Ας ελπίσω έστω και τώρα να καταλάβετε τι συμβαίνει σε αυτή την χώρα που ονόμασαν «Αγίους Τόπους»…

ΠΗΓΗ

AdminAdmin